ἀλαζονεία

ἀλαζονεία
ἀλαζονεία, ας, ἡ (also -ία; s. ἀλαζών; Aristoph., Pla.+; Wsd 5:8; 4 Macc 1:26; 2:15; 8:19; TestJos 17:8; TestJob 21:3; JosAs 4:16; Philo, Virt. 162ff; Jos., Ant. 6, 179; 14, 111; Tat.; pap [PLond 1927 (IV A.D.) Christ., 32]; on the spelling s. Kühner-Bl. II p. 275; Rob. 196f; for def. s. Theophr., Char. 23; Pla., Def. 416) pretension, arrogance in word and deed καυχᾶσθαι ἐν ταῖς ἀλαζονείαις boast in arrogance, make arrogant boasts Js 4:16. ἐγκαυχᾶσθαι ἐν ἀ. τοῦ λόγου boast w. arrogant words 1 Cl 21:5. ἀποτίθεσθαι ἀ. (w. τύφος [as Ep. 3 of Apollonius of Tyana: Philostrat. I 345, 22 K.], ἀφροσύνη, ὀργαί) 13:1; (w. ἀκαταστασία) 14:1; (w. ὑπερηφανία) 16:2. W. other vices 35:5; Hm 6, 2, 5; 8:5; D 5:1. Of Judean pride Dg 4:1, 6. ἡ ἀ. τοῦ βίου pride in one’s possessions 1J 2:16 (cp. X., Hell. 7, 1, 38; Polyb. 6, 57, 6 ἀ. περὶ τοὺς βίους; Wsd 5:8).—PJoüon, RSR 28, ’38, 311–14.—DELG s.v. ἀλαζών. M-M. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀλαζονεία — ἀλαζονείᾱ , ἀλαζονεία false pretension fem nom/voc/acc dual ἀλαζονείᾱ , ἀλαζονεία false pretension fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονείᾳ — ἀλαζονείᾱͅ , ἀλαζονεία false pretension fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαζονεία — η (Α ἀλαζονεία) [ἀλαζονεύομαι] περιφρονητική προς τους άλλους υπερηφάνεια, έπαρση, οίηση, υπεροψία αρχ. φρ. ἀλαζονεία χορδῶν υπέρμετρη ετοιμότητα τών χορδών για την παραγωγή ήχου (ή αδυναμία στο να δώσουν τον κατάλληλο ήχο) …   Dictionary of Greek

  • αλαζονεία — η το να ναι κανείς φαντασμένος, έπαρση, οίηση: Η αλαζονεία του ήταν κάτι το παθολογικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλαζονείας — ἀλαζονείᾱς , ἀλαζονεία false pretension fem acc pl ἀλαζονείᾱς , ἀλαζονεία false pretension fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονείαι — ἀλαζονείᾱͅ , ἀλαζονεία false pretension fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονείαν — ἀλαζονείᾱν , ἀλαζονεία false pretension fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονίαι — ἀλαζονεία false pretension fem nom/voc pl ἀλαζονίᾱͅ , ἀλαζονεία false pretension fem dat sg (attic doric aeolic) ἀλαζονίας boaster masc nom/voc pl ἀλαζονίᾱͅ , ἀλαζονίας boaster masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονειῶν — ἀλαζονεία false pretension fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονεῖαι — ἀλαζονεία false pretension fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονείαις — ἀλαζονεία false pretension fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”